- χνόον
- χνόοςincrustationmasc acc sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμήχω — ΜΑ 1. πλένω με σαπούνι ή σαπωνώδη αλοιφή («ἐκ κεφαλῆς δ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον», Ομ. Οδ.) 2. καθαρίζω με τη χρήση αλοιφής («τὰ μέλη λελωβημένους... ὁ μακάριος ἔσμηχε καὶ ἀπέρριπτε», Μηναί.) αρχ. 1. καθαρίζω αφαιρώντας κάτι («σμήχειν φλέγμα», Αρετ.) 2 … Dictionary of Greek